Κυκλάδες
Κυκλάδες

Κυκλάδες (23)

Στην καρδιά του Αιγαίου, αντίκρυ από τη Δήλο, την Τήνο και τη Μύκονο, η Σύρος ή Σύρα έχει μια καρδιά που χτυπάει στην Ανατολή και στη Δύση. Μιλάει για αυτήν ο Όμηρος στην Οδύσσεια, την κατοίκησαν Πελασγοί και Φοίνικες, την κούρσεψαν Σαρακηνοί και Βενετσιάνοι, την αγάπησαν Γάλλοι και Τούρκοι, την έκτισαν Χιώτες, την κατοίκησαν Μικρασιάτες.

Δύο λόφοι, η Ανάσταση με τους Ορθόδοξους Βρονταδιώτες της Χίου, η Πανωσύρα με τους Καθολικούς και μια πόλη, η νεοκλασική Ερμούπολη, ειρηνικό κύημα του Απελευθερωτικού Αγώνα του ‘21 και πρωτεύουσα των Κυκλάδων δύο χρόνια μετά την έλευση του βαυαρού Βασιλιά Όθωνα. Εδώ η πρώτη αστική τάξη της νεότερης Ελλάδας, εδώ και η πρώτη απεργία. Εδώ το πρώτο Γυμνάσιο και το πρώτο ναυπηγείο. Εδώ γεννήθηκε ο Βαμβακάρης και έμαθε γράμματα ο Βενιζέλος. Εδώ χόρευαν καντρίλιες και ζεϊμπέκικο, έκαναν soirees και après-midis οι αστές, χοιροσφάγια οι χωρικοί και μαζώξεις τα σινάφια των μαστόρων. Δύο παράλληλοι κόσμοι, δυο θρησκευτικά δόγματα, ένα νησί! Οι πρόσφυγες από τη Χίο και τη Μικρασία έφεραν τα μυρωδάτα λουκούμια, τις τραγανές χαλβαδόπιττες, τα άνθη της λεμονιάς και τα φιστίκια σε γλυκά του κουταλιού, τα ζαμπόν, τις κρέμες βοδένο με βισάντο και τα bouchees de dame. Οι μοναχοί Καπουτσίνοι έφεραν δώρο τα φαραόσυκα, τα ζουμερά μπαρμπαρόσυκα. Οι Σμυρνιοί τα μπαχάρια της Ανατολής και τις γλυκές σάλτσες σε όσπρια, λαχανικά και ψάρια. Οι ντόπιοι Φραγκοσυριανοί έβαζαν στην κατσαρόλα χοιρινό με κυδώνια, έψηναν γεμιστά με ρύζι, κουκουνάρια και μαύρες σταφίδες, βραστό κρέας καρυκευμένο με ζαχαρωμένες λιαστές ντομάτες, μπακαλιάρο πλακύ με ξερό κρεμμύδι, σέσκουλο, σκόρδο, ντομάτα και μαύρες σταφίδες και άσπρη μελωμένη φασολάδα με καρότο, σέλινο και σίσυρα. Στα χοιροσφάγια, έβραζαν το αίμα του χοίρου με ψιλοκομμένο κρεμμύδι και κουρεντί (μαύρη σταφίδα) και το έβαζαν στο τηγάνι, με δυόσμο και μπαχαρικά για να φτιάξουν αιματιές.

Η Τζιά ή Κέα, νησί σε σχήμα αμυγδάλου, ένα από τα μεγαλύτερα Κυκλαδονήσια στο βορειοδυτικό άκρο του νησιώτικου συμπλέγματος υψώνεται, μπροστά ακριβώς στο μεγάλο, θυμωμένο θαλάσσιο ρεύμα του Κάβο Ντόρο. Βράχια από σχιστόλιθο, έδαφος ορεινό, με μικρά πηγαία, γάργαρα ύδατα. Η ακτογραμμή της βραχώδης, με ορμίσκους γραφικούς και επιθετικά ακρωτήρια. Όταν η ενδοχώρα έχει τα κέφια της, το έδαφος γίνεται γόνιμο και αφήνει αμυγδαλιές, εσπεριδοειδή και θαυμάσιες βασιλικές βελανιδιές να βλαστήσουν. Ενδημικά βότανα και φυτά καλύπτουν το χώμα με βασικότερο το δηλητηριώδες κώνειο. Παλιά, υπήρχαν κριθάρια και μαύρο ξακουστό κρασί, το μαυρούδι. Σήμερα, ανθίζουν αμυγδαλιές και βόσκουν ελεύθερα αγελάδες, αμνόριφα και χοίροι. Τυράκια πεντανόστιμα, το ξυνό, το χλωρό, η μυζήθρα και η κοπανιστή από αιγοπρόβειο γάλα πήζουν υπομονετικά. Το τζιώτικο μέλι είναι θαυμάσιο και όταν παντρεύεται με σουσαμάκι πλάθεται σε νόστιμα παστέλια. Οι παχουλοί χοίροι θυσιάζονται τελετουργικά, όταν πάει να βγει ο Νοέμβρης, για να δώσουν τροφή για τη χρονιά. Λοκάνικα, λόζες, πασπαλάδες αποθηκεύονται για κατανάλωση και συνοδεία κρασοκατανύξεων. Στις κατσαρόλες σιγοβράζει το τζιώτικο μαϊλντί, λαδερό κοκκινιστό από μελιτζάνες «πληγωμένες» με σκορδάκι, πατάτες και μυριστικά. Όταν η θάλασσα δώσει κανένα μεγάλο κέφαλο τον βράζουν, τον ξεκοκαλίζουν και το νόστιμο ζουμάκι του με τα ψαχνά του ψαριού, δαφνόφυλλα, χοντρό πιπέρι, λεμόνι και ξύδι, το κάνουνε τρεμουλιαστή, διάφανη πηχτή. Στα πανηγύρια, τσαμπούνες συνοδεύουν τον ερωτικό, σεβνταλίδικο τζιώτικο μπάλλο, που χορεύεται αγκαλιαστά, σε αντίθεση με τον αντικριστό των νότιων Κυκλάδων. Για να γλυκάνουν τα φαρμάκια του έρωτα φτιάχνουν ηδυπαθή παστέλια από ντόπιο μέλι που χουζουρεύουν, γεμάτα υποσχέσεις, σε μυρωδάτα λεμονόφυλλα.

Η Χώρα της θεωρείται από τις κομψότερες και ελκυστικότερες  των Κυκλάδων, οι παραλίες της, ων ουκ έστιν αριθμός, με τα διάφανα νερά τους μαγεύουν και ξεκουράζουν ψυχή και σώμα. Η Φολέγανδρος ή Πολύκανδρος, κατά τους αρχαίους, κερδίζει πάντοτε, με ευκολία, την καρδιά όσων την πρωτοσυναντούν.  Ηρεμία, σχήματα και άνθρωποι στρογγυλευμένα, χωρίς οξείες γωνίες και τεθλασμένες. Ο φιλόξενος λιμένας υποδοχής, ο Καραβοστάσης, καλοσωρίζει φιλικά τους επισκέπτες, ενώ τα στενά λιθόστρωτα του Κάστρου και τα σοκάκια της Χώρας, προσφέρουν απλόχερα δροσιά τη μέρα και στιγμές διασκέδασης τα βράδια. Οι θεμωνιές της Άνω Μεριάς μιλούν για το αυθεντικό πρόσωπο και την αγροτική παράδοση ενός τόπου άγονου, αλλά συνάμα γοητευτικού. Στις αλιτάνες της Άνω Μεριάς οι νοικοκυρές φυτεύουν δυόσμο, μαϊντανό, βασιλικό και μπαρμπερόριζα. Μαζεύουν και μυρωδικά, δεντρολίβανο, ρίγανη, χαμομήλι και αλιφασκιά για να φτιάχνουν βραστάρια για τα κρυολογήματα του χειμώνα. Γύρω στο Νοέμβρη, μαζεύουν τα άνθη της ζαφοράς για να δώσουν χρώμα στα φαγητά, την άνοιξη βολβούς και το καλοκαίρι κάπαρη για τα κάνουν πιπεράτα τουρσιά. Στο νησί υπάρχει ένα ενδημικό φυτό, το ωραιότερο είδος καμπανούλας της  Ελλάδας, η campanula laciniata, ένας κοντός στρογγυλευμένος μικρός θάμνος, πυκνόφυλλος και πολύκλαδος, με φύλλα στιλπνά και νευρώδη και άνθη κυανά, σχισμένα σε πέντε τμήματα, σε σχήμα γοτθικής αψίδας της οποίας η κορυφή κλίνει προς τα έξω. Η θάλασσα δίνει φράσκα ψάρια, το γάλα από τα αιγοπρόβατα πήζει σε τυροβόλια μαζί με πιτιά και αλάτι και γίνεται το σουρωτό, η κάπαρη μπαίνει στο χοντρό αλάτι και νοστιμίζει σαλάτες, τα θυμάρια και τα θρούμπια προσελκύουν εργατικές μέλισσες που μέσα στις πήλινες κυψέλες φτιάχνουν μέλι κεχριμπαρένιο. Οι προκομμένες νοικοκυρές ανοίγουν φύλλο, το κόβουν σε μακρόστενες λωρίδες και φτιάχνουν το κουλουρίδι, το αραντό, τα μακαρόνια ματσάτα, που παντρεύονται με μυζήθρα, γάλα, σάλτσα ντομάτας ή κατσικίσιο κρέας. Δεν παραλείπουν και τη ζουμερή λαδένια (ζυμάρι στο ταψί με λάδι, ντομάτα και κρεμμύδι), τους τραγανούς ρεβυθοκεφτέδες, τους μυρωδάτους ντοματοκεφτέδες, τη χυλωμένη ρεβιθάδα στο πήλινο βαθειά στο ξυλόφουρνο που γεμίζει τις Κυριακές μυρωδιές γαργαλιστικές τον αέρα, το φουρνιστό κατσικάκι με πατάτες και μυριστικά, την αφράτη καρπουζένια και το λιγωτικό, μυρωδάτο παστέλι των γάμων και των πανηγυριών.

Τήνος, η μυστηριακή, η ταπεινή, η σαγηνευτική, το νησί με τα πανέμορφα αετοχώρια της πέτρας, τους δροσερούς κάμπους και τις αφρισμένες ακρογιαλιές. Αρμονία ανάμεσα στην άγρια ομορφιά του βράχου και τη γαλήνη των καταπράσινων λόφων, πεδιάδες και λόφοι που κατρακυλάνε προς τη θάλασσα, σε εναλλαγή του πράσινου και του καφέ, πετροκέντητες ξερολιθιές, ξωκλήσια και περιστεριώνες. Η Τήνος έχει μεγάλη παράδοση στη ζωγραφική και τη γλυπτική, με πανταχού παρόντα τα τηνιακά, μαρμάρινα, σκαλιστά υπέρθυρα και καλλιτεχνήματα, καθώς και τους περίπου 600 περιστεριώνες του νησιού με τη μεσημβρινή πρόσοψη, ώστε να προστατεύονται τα πτηνά από τους παγωμένους βοριάδες του χειμώνα. Στην πόλη, φρέσκα φρούτα και λαχανικά στη λαϊκή αγορά που γίνεται κάθε μέρα στην Παλλάδα, ανάμεσα στο νέο και το παλιό λιμάνι, μια μερίδα λουκουμάδες στη παραλία. Η Τήνος κρύβει γευστικά μυστικά για λίγους: η αγκινάρα με τ’ αγκάθια κρύβει μια τρυφερή καρδιά, έναν τρυφερό πυρήνα που ξεχωρίζει για τη νοστιμιά του. Ένα τέτοιο είδος είναι η μικρή, σφιχτή αγκινάρα που φυτρώνει στην ανεμοδαρμένη Τήνο και δίνει τη νόστιμη αγκιναρόπιτα και δεκάδες άλλες παραλλαγές μαγειρέματος. Τα κατσαρολικά και το τηνιακό μεράκι παίρνουν φωτιά και βγάζουν ντοµάτες λιαστές µε κουρκούτι, οµελέτα ή φουρτάλια µε λουκάνικο ή σύγλινο, σαβόρε µε πετιµέζι, καλαµάρια γεµιστά. Στο ευλογημένο νησί αναπτύσσονται αυτοφυή θαµνώδη φυτά, όπως κάπαρη, µανιτάρια, αλιφόνοι, δίκταµο, θυµάρι, άγριες αγκινάρες, ρίγανη, φραγκόσυκα, φασκόμηλο, χαμομήλι και όλων των ειδών τα αφεψήματα. Οι χωρικοί εκτρέφουν αγελάδες, αιγοπρόβατα, πουλερικά, κουνέλια, ενώ οι περιστεριώνες που βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλο το νησί δηλώνουν ευθαρσώς την εκτροφή περιστεριών. Η λούζα, το λουκάνικο, το σκορδάτο, το χοιροµέρι ονομαστά για τη νοστιμιά τους. Πασίγνωστα, εξάλλου, στους απαιτητικούς ουρανίσκους είναι το εύγευστο τηνιακό γάλα, η γραβιέρα Τήνου, η κοπανιστή, το τυράκι το στρογγυλό, το πέτρωµα (τυρί ανάλατο), το ανθότυρο, το µαλαθούνι, οι λιαστές ντοµάτες, το ρακί, τα μυρωδάτα αµυγδαλωτά, τα μελωμένα ξεροτήγανα, τα «ψαράκια» (σκαλτσούνια), οι αφράτοι µπεζέδες, και οι γλυκές τυρόπιτες με ντόπια μυζηθρούλα. Στην παραδοσιακή μελισσοκομία του νησιού συνηθίζονται δυο τύποι κυψέλης, οι μελισοθυρίδες (αμ΄ψέλια) και τα μισέλια (αμ΄σέλια) που δίνουν το αυθεντικό θυµαρίσιο μελάκι.

Το νησί της λάβας και της απέραντης ομορφιάς, «κόρη ενός μεγάλου θυμού» κατά τον Ελύτη, όταν, γύρω στα 1500 π.Χ., το θυμωμένο ηφαίστειο ξέρασε καυτή λάβα, βυθίζοντας το κεντρικό κομμάτι του νησιού και εξαφανίζοντας δύο πολιτισμούς. Θήρα η αρχαία ονομασία, Σαντορίνη το όνομα που έδωσαν οι ενετοί κατακτητές. Η Σαντορίνη συνεπαίρνει τον επισκέπτη με την ιδιάζουσα κομψή αρχιτεκτονική της, με τα λαξευμένα υπόσκαφα και τα διώροφα, από μαύρη ηφαιστειακή πέτρα καπετανόσπιτα, με τους οικισμούς της κουρνιασμένους στα ύψη ιλιγγιωδών βράχων. Το νησί έχει μια έμφυτη ροπή προς τις εκπλήξεις και πρόσφατα, τα έγκατα του Ακρωτηρίου αποκάλυψαν τα, προ εκρήξεως, θαυμαστά δείγματα διατροφικών συνηθειών. Οι Σαντορινιοί του πάλαι ποτέ έτρωγαν ρόδια, σύκα, αμύγδαλα, ελιές, λάδι και όσπρια, κυδώνια, αχινούς, χτένια, πεταλίδες και τρίτωνες και σουβλάκι! Μία τετράπλευρη, χαμηλή, λιθόκτιστη εξέδρα αποτελούσε την εστία κάθε σπιτιού στο Ακρωτήρι της αρχαιότητας. Πάνω της ακουμπούσε η πήλινη χύτρα για βράσιμο τροφίμων, αλλά η εστία που χρησίμευε και για το ψήσιμο του κρέατος σε οβελούς, δηλαδή σουβλάκια, όπως δείχνουν τα ειδικά στηρίγματα, οι λεγόμενοι κρατευτές, που έχουν βρεθεί στις πρόσφατες ανασκαφές. Γευστικότατη η κουζίνα της Σαντορίνης: ξακουστή και λαχταριστή φάβα, αφράτοι ντοματοκεφτέδες και κολοκυθοκεφτέδες, νοστιμότατη, πικάντικη μελιτζανοσαλάτα, ζουμερά ντοματάκια λιαστά και γευστικός ντοματοπελτές, λευκές μελιτζάνες τηγανιτές, θαλασσινά, λούντζα σε βισάντο με ζάχαρη και μαραθόσπορο. Ο οίνος άρχισε να ευφραίνει «καρδίαν Θηραίων» από τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. με τα υπέροχα ντόπια, μοναδικά κρασιά Ασύρτικο, Αθήρι, Αιδάνι και Visanto (το ξακουστό Σαντορινιό κρασί το οποίο χρησιμοποιούσαν οι ορθόδοξες εκκλησίες της Ρώσικης αυτοκρατορίας για τη Θεία Μετάληψη). Τα παλιά αυτόχθονα κλήματα βρίσκονται σε αμμώδες έδαφος, φτωχό σε άργιλο, που αποτελείται από λάβα και ηφαιστειακή στάχτη. Εξαιτίας των μελτεμιών οι αμπελουργοί, εδώ και χιλιάδες χρόνια, εφαρμόζουν ένα σωτήριο τρόπο κλαδέματος των αμπελιών: στριφογυρίζουν το κλήμα γύρω - γύρω ώστε να σχηματιστεί ένα στρογγυλό προστατευτικό καλάθι, η λεγόμενη αμπελιά ή κουλούρα, μέσα στην οποία μεγαλώνουν προστατευμένα τα τσαμπιά. Πρόσθετη προστασία από την αιολική διάβρωση, προσφέρουν οι ξερολιθιές, κλιμακωτές πεζούλες χτισμένες με κομμάτια πετρωμένης λάβας.

Η μεγάλη κοσμοπολίτισσα κοσμική κυρία των Κυκλάδων, το νησί που αγαπούν μετά μανίας και ζήλου οι άνεμοι και οι, ανά τον κόσμο, διασημότητες. Η νυχτερινή διασκέδαση εδώ, αποκτά άλλο όνομα, ταυτότητα και κύρος. Η Μύκονος, φιλόξενη, κεφάτη, εγκάρδια και άκρως ανεκτική προς τους επισκέπτες της, που φτάνουν εδώ από κάθε μήκος και πλάτος της γης, είναι παραδόξως προσεκτική ως προς τη διατήρηση της παραδοσιακής της ταυτότητας. Το νησί έχει σπίτια σοβαντισμένα λευκά, με μπλε παράθυρα και ξύλινα μπαλκόνια με χρωματιστές γλάστρες κι όμορφα λουλούδια. Στα λιθόστρωτα δρομάκια, πασαρέλα και φετίχ των απανταχού κοσμικών, οι αρμοί είναι ασπρισμένοι με ασβέστη.  Η Μύκονος έχει τη μαγευτική Αλευκάντρα, αγαπημένη συνοικία των καλλιτεχνών και εστέτ, με τα σπίτια πάνω στη θάλασσα, δαρμένα από την αλμύρα. Έχει ανεμόμυλους που στέκουν ψηλά, ατενίζοντας το πέλαγος, μαχόμενοι με τους ανέμους. Έχει την Παναγία της Παραπορτιανής, τη γραφική Άνω Μερά, παραλίες με πολύβουα μπαρ, πανάκριβες ξαπλώστρες και, μια ανάσα με το καΐκι, τη γενέθλια νήσο του φωτοδότη Απόλλωνα, τη θεϊκή Δήλο.  Επειδή, όμως, ο κάθε μορφής έρωτας περνάει από το στομάχι, έχει και τη ξακουστή της μυκονιάτικη λούζα, εκλεκτό μεζέ, αλλαντικό από φιλέτο ράχης χοίρου με λίγο λίπος, αρκετό αλάτι, πιπέρι και θρούμπι που στεγνώνει και «ψήνεται» στο βοριά και στον ήλιο, και το μπούμπουλο, μικρούλα εξίσου γευστική λούζα από ψαρονέφρι. Παραδίπλα έρχεται και η κοπανιστή της Μυκόνου, πολύ πικάντικο τυρί, με ξεχωριστή πιπεράτη, δυνατή και αρωματική νοστιμιά που διατηρείται μέσα σε πήλινο ή γυάλινο βάζο, σκεπασμένη με λιόλαδο. Οι καλονοικοκυρές στο νησί φτιάχνουν μυρωδάτα αμυγδαλωτά, αλλά και σκορδομακάρονα με μόστρα, δηλαδή μακαρόνια με ελαιόλαδο, σκόρδο. τριμμένες ντομάτες, αλάτι, πιπέρι και ζάχαρη.

Η Κύθνος ή Θερμιά, όπως το συνηθίζουν οι ντόπιοι, οι γηραιότεροι και οι κυνηγοί από την αντικρινή Σύρο είναι νησί ιδιόμορφο, πανέμορφο και γραφικό, νησί του γλεντιού και της χαράς, με κατοίκους καλοζωιστές, φιλόξενους και ερωτευμένους με τη ζωή. Το τοπίο μαγευτικό, ονειρικό, απόκοσμο, με δάση και κοιλάδες, σπήλαια, ορυχεία και μικρούτσικα εκκλησάκια, ξωκλήσια της πίστης που ξεφυτρώνουν σα λουλουδάκια το Μάη, διασκορπισμένα σε κάθε γωνιά του νησιού. Στο λιμάνι του Μέριχα, ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα των Κυκλάδων. Η Χώρα, κτισμένη αμφιθεατρικά στη πλαγιά του λόφου έχει μοναδικά καλντερίμια, μυστηριακές στοές που στεφανώνουν, ζωγραφισμένα με θέματα από τη νησιώτικη παράδοση, πλακόστρωτα σοκάκια, πετρόκτιστα σπίτια με χρωματιστά παράθυρα και ανεμόμυλους.  Στα Λουτρά, οι περιώνυμες ιαματικές πηγές, προσφιλείς στη πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας Αμαλία, γνωστές από την αρχαιότητα με νερά κατάλληλα για γυναικολογικές δυσκολίες, ταλαιπωρημένες αρθρώσεις και οστά. Η χιλιοτραγουδισμένη Παναγιά Κανάλα, προστάτιδα του νησιού, μικρή χερσόνησος ευλάβειας.  H Κύθνος έχει περισσότερες από 65 χρυσαφένιες, πεντακάθαρες παραλίες. Ο ουρανίσκος θα ευφρανθεί από νοστιμότατες πίτες, παξιμάδια με κοπανιστή, ντοματούλα, ρίγανη και μαλακό τυρί, μαριναρισμένα λιαστά ψάρια και σφουγγάτο (τηγανιτές, τραγανές, χρυσόξανθες μπουκίτσες από αλεύρι, άνηθο, αυγά, λιόλαδο, μαϊντανό και ντόπιο μαλακό τυράκι). Οι αποσκευές του επισκέπτη στον αποχωρισμό θα φιλοξενήσουν βαζάκια με θυμαρίσιο μέλι, πακετάκια με αμυγδαλωτά και κεραμικά.

Η πατρίδα του Ομήρου, νησί με ομορφιά και χάρη, περιζήτητη και ονομαστή για ατελείωτα βράδια κραιπάλης και διασκέδασης, αλλά και για τις αμέτρητες, λευκές εκκλησιές της. Γνήσιο Κυκλαδονήσι, η Ίος ζωγραφίζει στον ορίζοντα σε χρώματα του λευκού και του γαλάζιου, με παιχνιδιάρικες χρωματιστές λεπτομέρειες στα πορτοπαράθυρα των σπιτιών. Πλακόστρωτες πλατείες και σπιτάκια σαν από αιγαιοπελαγίτικο παραμύθι, το Μεσαιωνικό Κάστρο, η εκκλησιά της Παναγίας της Γκρεμιώτισσας και οι περήφανοι ανεμόμυλοι με αγνάντι τους τη Χώρα. Στο λόφο του Σκάρκου βρίσκονται τα μοναχικά ερείπια πρωτοκυκλαδικού οικισμού που καταστράφηκε με την έκρηξη του Ηφαιστείου της Θήρας. Λίγο έξω από το Κάμπο έχει απομείνει, στην πλαγιά του λόφου, ένα αρχαίο υδραγωγείο. Στο Πλακωτό ερείπια του ελληνιστικού πύργου που οι ντόπιοι ονομάζουν Ψαρόπυργο εξαιτίας του ψαρού χρώματος της πέτρας του και ο τάφος του Ομήρου, του τυφλού ποιητή της Οδύσσειας και της Ιλιάδας. Για τους μερακλήδες της γεύσης, ρεβυθοκεφτέδες, ντοματοκεφτέδες, τσιμέτια (γεμιστές κολοκυθοκορφάδες), λιαστές μαρίδες, τσικουδιά προσφιλής στον ουρανίσκο, τραγανό παστέλι από νιώτικο θυμαρίσιο μέλι και σουσάμι, αυγοκαλάμαρα ή ξεροτήγανα, καλσούνια, μυζηθρόπιτες ή μελιτίνια, αμυγδαλωτά και παστωτά σύκα δεμένα με σουσάμι. Τα κρέατα της Ίου, κατσικάκια, αρνάκια και μοσχαρίσια είναι περήφανα για την ποιότητα και τη νοστιμιά τους. Στο νησί πήζουν το ξινό, λευκό κεφαλοτύρι αλμυρό και πικάντικο, το σκωτύρι, μίγμα τυριών, μυζήθρας και αρωματικών και τη γλυκιά μυζήθρα. Το μαγιώτικο μέλι, που παράγεται από τα άνθη του Μαΐου, έχει άρωμα και γεύση που σαγηνεύουν και χρώμα κεχριμπαρένιο.

Δίπλα στην τουριστική Σαντορίνη, η Ανάφη μοιάζει με δευτερότοκη πριγκίπισσα που ζει στη σκιά της μεγάλης, πανέμορφης αδερφής της, αλλά, όπως κάθε πολύτιμο μυστικό, η θέση αυτή της επιτρέπει να παραμένει κρυμμένη από τα αδιάκριτα, αδηφάγα βλέμματα της τουριστικής βιομηχανίας, ένας κρυφός παράδεισος που διατηρεί τη γοητεία του αλώβητη. Ο μύθος θέλει την Ανάφη να αναδύθηκε από το πέλαγος για να προσφέρει καταφύγιο στον Ιάσονα και τους Αργοναύτες κατά την επιστροφή τους από την Κολχίδα. Τα λιθόστρωτα καλντερίμια της Χώρας, ατμοσφαιρικά φωτισμένα, σε συνδυασμό με την ηρεμία του νησιού δημιουργούν ένα παραμυθένιο σκηνικό. Ο Κάλαμος, ένας θεόρατος βράχος, που μοιάζει να έπεσε από μονομαχία Τιτάνων, δεύτερος μεγαλύτερος μονόλιθος της Μεσογείου μετά το Γιβραλτάρ, έχει το μοναστήρι της Παναγίας στην κορυφή του με τη μαγευτικότερη ανατολή της Μεσογείου. Οι παραλίες του νησιού σχεδόν ερημικές, με κρυστάλλινα, πεντακάθαρα νερά και απαλή άμμο. Η όρεξη ανοίγει με τα δύο νοστιμότατα ντόπια τυριά, το ανθότυρο, στρογγυλό, επίπεδο, λευκό τυράκι, αλατισμένο ή ανάλατο, από πλήρες πρόβειο ή κατσισκίσιο γάλα και το βραστό, τυρί από ορό τυρογάλακτος και φρέσκο κατσικίσιο ή πρόβειο γάλα, το οποίο, βυθίζεται στεγνό σε βραστό, αλατισμένο νερό και αφήνεται στον ήλιο να στεγνώσει και να σκληρύνει. Στην Ανάφη τα λουλουδάκια της ζαφοράς (κρόκος) είναι άγρια και αυτοφυή, τη δουλειά τους όμως την κάνουν μια χαρά και οι κάτοικοι του νησιού ψήνουν ζαφοριστά τυρόψωμα με αλεύρι, μαγιά, γάλα, μαστίχα, αλάτι, λάδι, αυγό, ζαφορά, τυρί, σουσάμι  και γλυκάνισο. Να θυμηθούμε τα γεμιστά ή σκαλτσούνια Ανάφης, με σουσάμι, τριμμένη φρυγανιά και πορτοκάλι, κανέλλα, γαρύφαλλα, μοσχοκάρυδο και ζάχαρη άχνη, την τσιλαδιά (πηχτή από κεφάλι και σπάλα χοίρου, μπαχάρια, γαρύφαλλο, πιπέρι ολόκληρο, δάφνη, λεμόνια και ζαφορά). Λένε ότι τα αυγά με ντομάτα στο τηγάνι ξεκίνησαν να μαγειρεύονται στην Ανάφη, επί Λατινοκρατίας, όταν οι πέρδικες ήταν τόσες πολλές στο νησί, ώστε οι ντόπιοι, για να προφυλάξουν τα σπαρτά τους, με εντολή των αρχόντων, μάζευαν τα αυγά τους και τα έφτιαχναν ομελέτες με φρέσκια ντομάτα.

Στην άγονη γραμμή, στη νότια πλευρά των Kυκλάδων μεταξύ Ίου και Φολεγάνδρου, κουρνιάζει η μικροσκοπική Σίκινος. Λιγοστοί αλλά ζεστοί οι κάτοικοι, με το ανελέητο κυκλαδίτικο φως να μεγεθύνει και να συνθλίβει το τοπίο, με αγέρωχους, απάτητους γκρεμούς και με τη θάλασσα να σμιλεύει ακτές και να φτιάχνει χαριτωμένες παραλίες με πεντακάθαρα νερά. Στα χρόνια τα παλιά λεγόταν Οινόη χάρη στα πολλά της αμπέλια. Στο Κάστρο, ένα από τα πιο καλαίσθητα οικιστικά σύνολα των Κυκλάδων, τα παλιά αρχοντικά και τα όμορφα καλντερίμια μιλάνε για αλλοτινές αγάπες και πλούτη. Τα σπίτια ανακαινίστηκαν με σεβασμό στην παράδοση: διακοσμητικά και χρηστικά στοιχεία από σχιστόλιθο, αχνά χρώματα στα παραθυρόφυλλα και στις πόρτες. Στο Χωριό, βουερά δρομάκια και λευκά πεζούλια φέρνουν κοντά τους ανθρώπους και ενώνουν σπιτικά και συναισθήματα. Η μελισσοκομία στο νησί κρατά εδώ και αιώνες και δίνει το εξαιρετικό θυμαρίσιο μέλι για το ντόπιο παστέλι και τους λουκουμάδες. Οι νοικοκυρές φτιάχνουν γλυκό καρπούζι και τη διαγκουρένια (χυλό από χυμό καρπουζιού και ζύμη, με μέλι και σουσάμι, από πάνω). Γεμιστό κατσικάκι και κρασάτος κόκορας, και ανάλατο μανούρι, πιτούλες με ανθότυρο, κρίταμος και βολβοί τουρσί, πίτες με κρεμμύδι και ξινόγαλο, πουράζενες (ντολμαδάκια με φύλλα του βουνού), παστέλι και κόκκινο σικινιώτικο κρασί, θα καταγραφούν στη μνήμη, σαν γαστρονομικές ευωχίες και εμπειρίες.

<< Έναρξη < Προηγούμενο 1 2 Επόμενο > Τέλος >>
Σελίδα 1 από 2