Κυκλάδες
Κυκλάδες

Κυκλάδες (23)

Αμοργός η ρομαντική. Το μεγαλείο της απλότητας και της δωρικής ομορφιάς ξεδιπλώνεται σε τούτο το νησί. Τίποτε περιττό. Το λευκό των σπιτιών με τις μπλε και βυσσινί λεπτομέρειες, το γκρι απ' τα πλακόστρωτα δρομάκια και το φούξια της μπουκαμβίλιας που στολίζει κάθε γωνιά, συνθέτουν μια εικόνα μαγική. Κι ανάμεσα στους βράχους ξεπροβάλλουν καταπράσινες κοιλάδες, αρχαίοι πύργοι και λιθόκτιστοι ανεμόμυλοι. Το ορεινό αυτό κυκλαδονήσι, εκτός από τη ιδιόμορφη φυσική του ομορφιά διαθέτει μια σπάνια χλωρίδα. Στα παλιά χρόνια, οι άλικοι αμοργίδες, χιτώνες της Αμοργού υφασμένοι από το λινάρι αμοργίς, βάφονταν από το σπάνιο φυτό του νησιού, τη Ροκκέλα τη βαφική.Εδώ φύεται και μιας μοναδικής νοστιμιάς ρίγανη, το οriganum calcaratum (κεφαλόχορτο).Το ενδημικό ψυχανθές κατσούνι (Pisum sativum) δίνει τη περίφημη αμοργιανή φάβα που βρασμένη προσεκτικά, πλάθετε με μάραθο και κρεμμυδάκι, μπαίνει στο τηγάνι και ευφραίνει τον ουρανίσκο σαν χρυσός, τραγανιστός φαβοκεφτές.Στα πεδινά εδάφη, στους μυχούς των ορμίσκων, καλλιεργούνται σιτάρι, κριθάρι, μηλιές, εσπεριδοειδή, αμπέλια. Τα ντόπια αιγοπρόβατα προσφέρουν το τρυφερό κρεατάκι τους να σιγοψηθεί στη κατσαρόλα με βελουδένιο τοματοπελτέ και πατατούλες για να αναπαυθεί στο πιάτο το αχνιστό, μυρωδάτο πατατάτο. Τρυφερά σέφκουλα ζεματιούνται, παντρεύονται με κρεμμυδάκια, άγριο μάραθο και δυόσμο, τυλίγονται σε νόστιμη ζύμη και γίνονται τραγανά αμοργιανά χορτοπιτάκια. Πεντανόστιμη, παχιά μυζήθρα πήζει νωχελικά μέσα στα πλεγμένα με περισσή τέχνη από βούρλο τσιμισκάδια. Σε ένα κεντράκι στο Ξυλοκερατίδι, ρακόμελο (ζεστή ρακή με μέλι και μυρωδικά) και ψημένη ρακή με μέλι και αμοργιανά βότανα συνοδεύουν τον ήλιο που δύει πίσω από την Ηρακλειά.

Από την αρχαιότητα, η Νάξος, με τα υψηλά βουνά, τις δροσόλουστες χαράδρες και το περήφανο, μεσαιωνικό Κάστρο της Χώρας, ήταν ξακουστή για την ευφορία του εδάφους και τον οίνο της, τον οποίο ο Αρχίλοχος συγκρίνει με το νέκταρ των Ολύμπιων θεών. Η υδατοφόρα κοιλάδα του Απόλλωνα και οι νότιες, εύφορες, επιμελώς καλλιεργούμενες πεδινές εκτάσεις γης είναι κατάφυτες από οπωροφόρα, λαχανικά, αμπελώνες και ελαιώνες, που δίνουν νωπές ελιές θρούμπες, εκλεκτό λάδι και οίνο, κίτρα για γλυκόπιοτο κιτρόρακο, νόστιμες πατάτες, λαχανικά, αμύγδαλα, λαχταριστά σύκα και το βότανο κύπειρο που παλιά αρωμάτιζε το ζυμάρι του ψωμιού.Τα αιγοπρόβατα δίνουν γάλα για νόστιμες τυροκαφτερές, γλυκιές μυζήθρες, ξυνότυρα, πικάντικα αρσενικά και πεντανόστιμο κρέας για βραστή και κοκκινιστή ζούλα, γαρδουμπάκια κοκκινιστά στιφάδο και φουρνιστό μπάτουδο γεμιστό με σέφκουλα, σταφίδες, μάραθο και κουτσουνάδες.Το κρέας των καλοθρεμμένων χοίρων γίνεται μυρωδάτες αιμασιές, αχνιστές κεφαλοποδιές, γλινερά για ομελέτες και πατάτες γιαχνί, χοντροαλατισμένα παστά σε πήλινο, ρόστο σκορδάτο της κατσαρόλας με ντόπιο κρασί και παστό ζαμπόνι γινωμένο σε ξύλινο τελάρο.

Από το θαλασσινό πέρασμα της Πούντας της Πάρου, σε πέντε λεπτά, το πορθμείο μας φέρνει στη μικρούτσικη Αντίπαρο, της οποίας η σαγήνη δεν συμβαδίζει με το μέγεθός της, καθώς συνοψίζει σε μια κουκίδα του χάρτη τις πιο γοητευτικές πτυχές ενός νησιού του Αρχιπελάγους. Χαμηλοί λοφίσκοι κατάφυτοι με μυρωδάτα θυμάρια, ψευτοδίκταμα και σχίνα, χωραφάκια με λαχανικά και αμπελάκια, καλλιεργημένα με φροντίδα και η σκληρή πέτρα να καρπίζει ομορφιά. Στα ακατοίκητα γειτονικά νησάκια Σάλιαγκο και Δεσποτικό, άνθισε ένας σπουδαίος νεολιθικός πολιτισμός. Το σπήλαιο της Αντιπάρου, όπου το νερό πάσχισε επί χιλιάδες χρόνια να διαβρώσει τα ασβεστολιθικά πετρώματα σμιλεύοντας μυστηριώδεις σταλαγμίτες και σταλακτίτες, κρύβει στα έγκατα του όλη την ιστορία του νησιού. Η ανάσα του χρόνου μας αγγίζει στο μεσαιωνικό κάστρο της Αντιπάρου όπου η απέριττη κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική, δημιούργημα μαστόρων του νησιού, διανθίζεται με στοιχεία του ενετού κατακτητή. Ο περίπλους του νησιού με καΐκι μας αποκαλύπτει θαλασσοσπηλιές, απόκρημνες παραλίες και μαγευτικούς σμαραγδένιους κόλπους. Φρέσκα ψάρια και  χταπόδια λιαστά, κεχριμπαρένιο κρασί, μυρωδάτη τσικουδιά, ξινομυζήθρες και τουλουμοτύρια, κάπαρες τουρσί έρχονται απλόχερα στο τραπέζι. Ο αλανιάρης, καμαρωτός κόκορας αποκτά ονοματεπώνυμο, κόκορας πατίδο, και παντρεύει το κρεατάκι του με ψίχα ντόπιου, μπαγιάτικου ψωμιού, κεφαλοτύρι, κανελλογαρύφαλλα, κρεμμυδάκια, συκωτάκια, πατατούλες και σταφίδες και τρυπώνει για ψήσιμο στο ξυλόφουρνο. Γλυκιά ντόπια μυζήθρα, ζάχαρη, μέλι θυμαρίσιο και κανέλα ζυμωμένα σε σχήμα μισοφέγγαρου γίνονται ραβιόλια. Λαχταριστή γέμιση από μέλι, καρύδια και σουσάμι φουσκώνει σε νόστιμα μπουρεκάκια ραντισμένα με τσικουδιά και πασπαλισμένα με αχνοζάχαρη.

Τρισχαριτωμένο νησί, με το μαλακό γεωγραφικό ανάγλυφο, τα λευκά σπίτια, την εκκλησία της Παναγιάς με τις 100 πύλες και το υπέδαφος με τη «παρία λίθο» (το λευκό, καθαρό, σχεδόν διάφανο και λεπτόκοκκο με κρυσταλλική υφή μάρμαρο), έχει  εύκρατο κλίμα και τα λεπτά, ξηρά, ορεινά εδάφη ευνοούν την παραγωγή οίνων γλυκών και αρωματωδών, πλούσιων σε οινόπνευμα, χρώμα και σώμα. Με τα αμπέλια να «έρπουν» στο χώμα, λόγω των ισχυρών ανέμων, η αμπελουργία ήταν και είναι κύρια καλλιέργεια στην Πάρο, καθώς το κρασί μαζί με το κριθάρι ήταν τα προϊόντα από τα οποία εξαρτιόταν η οικονομία του νησιού. Στα παλιά τα χρόνια, πριν ο βενετικός στρατός κάψει όλα τα λιόδεντρα της Πάρου, υπήρχε πολύ και εκλεκτό λαδάκι, το οποίο στις μέρες μας παράγεται ακόμη, σε λιγοστή ποσότητα, από τα φροντισμένα λιοστάσια στις Λεύκες.Νερά πηγαία ή ρέοντα δεν υπάρχουν στο νησί, αλλά οι πεδιάδες καλλιεργούνται με επιμέλεια και μεράκι, δίνουν κηπευτικά και νοστιμότατα πεπόνια, ενώ παλιότερα παρείχαν σουσάμι, σιτάρι, κριθάρι και όσπρια που συνόδευαν αρμονικά στη κατσαρόλα και στο φούρνο πέρδικες και αγριοπερίστερα, λαχταριστό χοιρινό κρέας και υπέροχα αρνιά που τρέφονταν στα σπίτια με ψωμί και φρούτα. Σήμερα, η θάλασσα και η χλωρίδα και πανίδα της Πάρου προσφέρουν στον ουρανίσκο κακαβιά, γούνα, σαλάχι σαλάτα, τραγανούς κολοκυθοκεφτέδες και ντοματοκεφτέδες, ρεβιθάδα, καράβολους, κάλφα με σκορδαλιά, ξινομυζήθρες, λαδοτύρια, τυριά της άρμης, τουλουμίσιες μυζήθρες, γλυκά του κουταλιού, ραφιόλια, μυζηθροπιτάκια, λαμπροκούλουρα, λαζαράκια, πετιμεζένιους, σκαλτσούνια, όλα συνοδευμένα από μεθυστική σούμα.

Το νησί με τα βλοσυρά μεταλλεία και την ένδοξη ιστορία, κρύβει στα σπλάχνα του σίδηρο και μαγνητίτη, τη «πέτρα του Ηρακλή» με τις υπερφυσικές ιδιότητες. Ο μαγνητίτης που σχηματίσθηκε πριν 150-200 εκατομμύρια χρόνια, στο βυθό ενός ωκεάνιου τμήματος της θάλασσας της Τηθύος, χαρίζει απλόχερα στις ρίζες του σερφιώτικου αμπελιού όλα τα εκλεκτά συστατικά που γεμίζουν άρωμα και πλούσια γεύση τον περίφημο σερφιώτικο οίνο. Η ελκυστική, βραχώδης Σέριφος, στο παρελθόν, είχε τρυφερά, γλυκά κρεμμύδια, τροφαντές πέρδικες και λογής-λογής σιτηρά. Το διάφανο, μεθυστικό κρασί της Σερίφου τέρπει, μέχρι σήμερα, τον ουρανίσκο και μερικές σταγόνες του δίνουν ιδιαίτερη επίγευση στις χοιρινές λούζες, λουκάνικα και σύγλινα. καρυκευμένα επίσης με μπαχαρικά. Από τα παλιά έρχονται και το γλυκό κουταλιού από αρωματικό ξινούτσικο αγριοβύσσινο, η αγιοβασιλιάτικη ρεβιθάδα με σταφίδες από την τοπική ποικιλία πλατύραχο και η, πηγμένη με πηθιά, μυζήθρα του μπακιρένιου γανωμένου χαρανιού.

Η Σίφνος με το ημιορεινό, αλλά αρκετά εύφορο έδαφος είχε, στην αρχαιότητα, υψηλό ποσοστό μακροζωίας και ευζωίας λόγω της λαμπρής και λαγαρής ατμόσφαιρας, των γάργαρων νερών και των εκλεκτών καρπών της γης της.Εδώ που το φως ντύνει και γυμνώνει τη πέτρα, μέχρι τις μέρες μας παράγονται τραγανά σταφύλια, γλυκόπιοτο κρασί, υπάρχουν νόστιμα θηράματα και αιγοπρόβατα ελεύθερης βοσκής.Άφθονο το λάδι, νόστιμη η κάππαρη, σαρκώδη και γλυκά τα σύκα, πικάντικα τα άνυδρα κρεμμύδια, διάφανο το μέλι και θρεπτικό το σουσάμι. Το γάλα από τις αίγες και τα πρόβατα πήζει σε μανούρες νωπές και γυλωμένες και ξυνομυζήθρες, το κρέας τους γίνεται φουρνιστό μαστέλο αρτυμένο με άνηθο και ντόπιο κρασί και τα σπιτικά ρεβίθια γίνονται κυριακάτικη ρεβιθάδα «παντρεμένη» με τα κρεμμύδια, το βρόχινο νερό και τα αρωματικά της γενέθλιας γης.Κρουστά υφαντά (σκαμίτες με μονοκόμματη ύφανση και δίμιτα) βγαίνουν μέχρι σήμερα από τους αργαλειούς για στρώσουν τα τραπέζια της γιορτής, να λεκιάσουν με το ντόπιο κρασί και να προικίσουν τις υποψήφιες καλονοικοκυράδες του νησιού. Η κεραμική τέχνη, εδώ και 300 χρόνια αναπτύχθηκε στη Σίφνο για λόγους πρακτικούς, καθώς μέσα στα τσικάλια από τοπικό πηλό ροδοκοκκινίζουν τα εύγευστα μαστέλα με το αρνί να ψήνεται, με ντόπιο κόκκινο κρασί και άνηθο πάνω σε κληματόβεργες και μέσα στις σκεπασταριές ψήνονται τα χυλωμένα ρεβίθια.

Η πανέμορφη Κίμωλος, μια ανάσα ταξίδι από τη Μήλο, είναι αυτό που τραγουδάνε οι ντόπιοι στα πανηγύρια τους: «Kίμουλό μου, παράδεισό μου».

Οι Ενετοί κατακτητές την ονόμασαν Αρτζεντιέρα (ασημένια) γιατί στην όψη του φεγγαριού το χώμα και το πέτρωμά της αποκτούσαν μια ασημένια απόχρωση.

Σπαρμένη με εκκλησάκια και ιστορικά κατάλοιπα, σαγηνεύει με την ομορφιά των ηφαιστειογενών πετρωμάτων και της κιμωλίας γης, με τη γερασμένη γοητεία του μεσαιωνικού κάστρου και την αρμονία των οικισμών της. Άγρια πέτρα, αμμουδιές με αρμυρίκια και μικρολίβαδα που ακουμπούν στη θάλασσα. Πολύτιμη για τον αμέθυστο, το οπάλιο, τον περλίτη, την καολίνη και το χαλαζία που κρύβει στη γη της.

Στις ακτές και θαλάσσιες σπηλιές έχει καταφύγιο η monachus monachus και στα ορεινά η χρυσή γλαύκα.

Η γευστική μνήμη θα καταγράψει αβγά με κάπαρη, τυρένιες (πιτάκια με μανούρι), αμαραθένιες (τυρόπιτες με φρέσκο μάραθο), τη λαχταριστή λαδένια (ζυμάρι στο ταψί με λάδι, ντομάτα και κρεμμύδι), πεταλίδες πιλάφι, μπαρμπούνια με κάππαρη, αθερινόπιτα (αθερινούλα ψιλή με κρεμμύδια και αλεύρι στο τηγάνι), παξιμάδια με σχινόκοκκο, «ξυνό», νοστιμότατα φραγκόσυκα, μανούρι, θυμαρίσιο μέλι και παξιμάδια με σχοινόκοκκο. 

Η Μήλος, νησί μυστηριακό και ιδιόμορφα γοητευτικό, βγαλμένο από τα βάθη της Τηθύος θάλασσας, μητέρας της Μεσογείου, είναι ένα φυσικό εργαστήριο με κοιτάσματα σπάνιων μετάλλων και ορυκτών. Λιμανάκια με μικρά απάγκια για τις βάρκες σκαμμένα στο βράχο, τα «σύρματα». Οι ακτές αγκαλιάζουν μια γαλήνια ενδοχώρα, όπου τα πετρώματα, με την ευλυγισία πετρωδών σιδηρούχων εμβρύων, γεννούν λιγοστά, αλλά ξεχωριστά προϊόντα γης. Η μεσολάβηση του θαλασσινού νερού και του τοπικού, πανάρχαιου, φυτού sacropoterium spinosa (αφάνας) μεταμορφώνουν τη χέρσα γη σε γόνιμα μικρά λιβάδια.Ο σπογγώδης και γεμάτος κοιλότητες βράχος, που χρησιμεύει σα θεμέλιο στη Μήλο, μοιάζει με θερμάστρα που θερμαίνει ελαφρά τη γη, κάνοντας την να παράγει θεσπέσια κρασιά, γλυκύτατα σύκα, νοστιμότατα πεπόνια, νεροκολοκύθες και καρπούζια.Στα πεδινά, παλιότερα, καλλιεργούσαν άριστης ποιότητας σιτάρι, κριθάρι, εκλεκτό βαμβάκι, βραστερά όσπρια, βρώσιμες ελιές και φρέσκα κηπευτικά. Το κρασί ωρίμαζε σε δοχεία σφραγισμένα με ντόπιο, ζυμωμένο με θάλασσα, γύψο. Υπήρχαν πέρδικες, τρυγόνια, ορτύκια και συκοφάγοι αλλά και νοστιμότατα ψάρια, θεσπέσιες πεταλίδες και σκληρά και αλμυρά στρείδια, τα «γαϊδουρόποδα». Σήμερα, το κουφέτο, λαχταριστό γλυκό του κουταλιού από μελωμένη νεροκολοκύθα και αμύγδαλα, η δροσερή, ζουμερή καρπουζόπιτα, τα σκορδολάζανα (λαζάνια περιχυμένα με σκορδαλιά, σάλτσα ντομάτας και μηλέικο λαδοτύρι), η μηλέικη κολοκυθόπιτα με κολοκύθα, τριμμένο τυρί και κατσικίσιο βούτυρο, ο χοίρος φούρνου (σπάλα χοιρινή, γλύνα, κρασί κόκκινο, μηλέικος πελτές, θυμάρι) και τα πεντανόστιμα πιταράκια, που έφεραν από την Κρήτη οι καλοί παλιοί Μηλιοί ναυτικοί, αναβιώνουν πατροπαράδοτες μνήμες του ουρανίσκου.Μέσα σε γυάλινα βαζάκια ξεκουράζονται κρίταμα τουρσί (ντόπια χορταρικά με αλμυρούτσικη επίγευση που γεμίζουν χορτόπιτες ή τρώγονται βρασμένα, με παρθένο ελαιόλαδο, ξίδι ή λεμόνι).

Τα εύφορα λιβάδια της πανέμορφης Άνδρου, νοητής γεωγραφικής προέκτασης της Εύβοιας και κατά επέκταση της ηπειρωτικής Ελλάδας, είναι φυτεμένα με πορτοκαλιές, λεμονιές, κιτριές, μουριές, τζιτζιφιές, ροδιές, συκιές, εκλεκτά κρεμμύδια και τα ταπεινά, γαλλοφερμένα λάχανα Σιάμ. Το νησί παράγει λάδι, κρασί και χωνευτικά ηδύποτα από εσπεριδοειδή. Σε χρόνους περασμένους, υπήρχε εδώ εκλεκτό μετάξι, αλλά και κριθάρι και σιτάρι ποιότητας, με 165 παραγωγικούς νερόμυλους. Τα βουνά καλύπτονται από κουμαριές. Τα κούμαρα και τα μαύρα μούρα αποστάζονται για να δώσουν το κουμάρι, ένα γλυκόπιοτο ρακί.Οι καρποί των εσπεριδοειδών γίνονται σιροπιαστά λαχταριστά γλυκά του κουταλιού και ζαχαρωμένα κόντιτα, τα σύκα νόστιμες τσαπέλες και τα αμύγδαλα μυρωδάτα αμυγδαλωτά πασπαλισμένα με κρουστή αχνοζάχαρη. Κόρθι, Χώρα, Μπατσί, Γαύριο, γεωγραφικά στίγματα, αναφορές σε φυσικές ομορφιές, ευωχίες και ευζωία. Στο νησί υπάρχει ιδιαίτερη προτίμηση στη χοιροτροφία, το κρέας καταναλώνεται νωπό, αλλά και σε άλλα πικάντικα εδέσματα (αλάντες, ζηλάδια, σύγλυνα κ.α). Στη Χώρα τρώνε, ακόμη μέχρι σήμερα, το κοτόπουλο με ρύζι Μιλανέζα, γαστρονομικό κατάλοιπο των Ενετών, αλλά και φουρτάλια (ομελέτα με πατάτες, δυόσμο, ντόπια ανδριώτικα λουκάνικα, γλύνα) και δύο πεντανόστιμα τυράκια, το φρέσκο, λευκό ανάλατο xλωροτύρι και τον ολόπαχο, γευστικό μανούσο.

<< Έναρξη < Προηγούμενο 1 2 Επόμενο > Τέλος >>
Σελίδα 2 από 2